ἄμφαυξις

ἄμφαυξις
ἄμφαυξις
callus
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άμφαυξις — ἄμφαυξις ( εως), η (Α) η ανάπτυξη νέων βλαστών στη θέση ενός κλαδιού που κόπηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + αὖξις] …   Dictionary of Greek

  • ἄμφαυξιν — ἄμφαυξις callus fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”